διασφαλίζομαι

διασφαλίζομαι
διασφαλίζομαι, διασφαλίστηκα, διασφαλισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διασφαλιζόμεθα — διασφαλίζομαι secure firmly pres ind mp 1st pl διασφαλίζομαι secure firmly imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασφαλισάμενος — διασφαλίζομαι secure firmly aor part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασφαλίζεται — διασφαλίζομαι secure firmly pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασφαλίσασθαι — διασφαλίζομαι secure firmly aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασφαλίζω — (Α διασφαλίζομαι) καθιστώ ασφαλές κάτι, εξασφαλίζω …   Dictionary of Greek

  • σιγουρεύω — Ν [σίγουρος] 1. καθιστώ κάτι σίγουρο, ασφαλές, σταθεροποιώ, εξασφαλίζω, διασφαλίζω («καλό είναι να σιγουρέψεις τα χρήματα σου βάζοντάς τα στην τράπεζα») 2. χαμηλώνω, χαλαρώνω τα πανιά ή τα σχοινιά πλοίου, σιγουράρω 3. μέσ. σιγουρεύομαι α) (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”